- ζῳδαρίδιον
- ζῳδαρίδιον, τό, Dim. of ζῷον,A tiny figure, HeroSpir.2.34 (P.312.10S.), Wiener Denkschr.47(4).59.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωδαρίδιον — ζῳδαρίδιον, τό (Α) 1. μικρή, λεπτή μορφή 2. αγαλμάτιο θεού που έχει κεφαλή ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῳδάριον + κατάλ. υποκορ. ίδιον (πρβλ. αγαλματ ίδιον, κορασ ίδιον). Η λ. ζῳδαρίδιον είναι υποκορ. τού ζῳδάριον, που με τη σειρά του είναι υποκορ. τού… … Dictionary of Greek
ζῳδαρίδιον — tiny figure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)